αγγελομαχώ

αγγελομαχώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγγελομαχώ" в других словарях:

  • αγγελομαχώ — αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγγελομαχώ — ( άς, ά), αγγελομάχησα, ίδιας σημασίας με το αγγελοκρούω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελομάχημα — το [αγγελομαχώ] επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»