αγγελομαχώ
Смотреть что такое "αγγελομαχώ" в других словарях:
αγγελομαχώ — αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι] … Dictionary of Greek
αγγελομαχώ — ( άς, ά), αγγελομάχησα, ίδιας σημασίας με το αγγελοκρούω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελομάχημα — το [αγγελομαχώ] επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek